χάλιξ,-ικος

χάλιξ,-ικος
+ N 3/ 0-0-0-2-0=2 Jb 8,17; 21,33
small stone, pebble

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χάλιξ — ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ. β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα ιξ (πρβλ. ελ ιξ, κύλ ιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, cis… …   Dictionary of Greek

  • χαλίκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιτωλικού. * * * το, ΝΜ μικρή πέτρα, κομμάτι από σπασμένη πέτρα, σκύρο (α. «αχνίζουν τα χαλίκια» β. «φόρει καὶ τὸ προσώμιν… …   Dictionary of Greek

  • χαλίκωμα — το, Ν 1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια 2. στον πληθ. τα χαλικώματα χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλιξ, ικος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)] …   Dictionary of Greek

  • χαλικοθήριο — (chalicotheriam). Γένος ζώων που έχουν εκλείψει. Ανήκαν στην οικογένεια των χαλικοθηριιδών, περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών. Τα ζώα αυτά είχαν μέγεθος ρινόκερου, ήταν βραχυκέφαλα, είχαν μικρά σαγόνια, ρινικά ανοίγματα που επεκτείνονταν προς… …   Dictionary of Greek

  • χαλικοκαύστης — ὁ, Α αυτός που φτειάχνει ασβέστη καίγοντας πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλιξ, ικος + καύστης (< καίω)] …   Dictionary of Greek

  • χαλικολόγος — ο, ΝΑ αυτός που μαζεύει χαλίκια για να χτίσει φράχτη νεοελλ. εργαλείο με το οποίο μαζεύουν χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλιξ, ικος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • χαλικός — ή, όν, Α (για δομικό υλικό) κατασκευασμένος από χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλιξ, ικος. Το επίθ. απαντά μόνο στο θηλ. χαλική] …   Dictionary of Greek

  • χαλικώδης — ες / χαλικώδης, ῶδες, ΝΑ [χάλιξ, ικος] νεοελλ. γεμάτος χαλίκια («χαλικώδης έκταση») αρχ. όμοιος με χαλίκι στο σχήμα ή το μέγεθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”